- κατατσακίζω
- (Μ κατατσακίζω)(επιτ. τ. τού τσακίζω)1. τσακίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω2. μτφ. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω («τόν κατατσάκισε η δουλειά»)3. κατανικώ, κατατροπώνωμσν.1. αθετώ, καταπατώ2. μέσ. κατατσακίζομαια) συντρίβομαι·, καταστρέφομαιβ) ταπεινώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.